1. |
||||
Φύσηξε ο Βαρδάρης
Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε
Ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα
Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας
Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε
τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα
Στη στάση πέρα δώθε σπινθηρίζουνε
τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα
Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου
σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα
κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο
|
||||
2. |
||||
Ο Ξένος
Παλιοζωή μας ρήμαξες σ’ αυτή την κοινωνία
και το φτωχό κορίτσι μου κανείς δε θα το πάρει
όσοι γνωρίζει της πετάν πουτάνα μάνα έχεις
κι αυτή στο κλάμα ρίχνεται κι εγώ τους δρόμους παίρνω
Γιατί η σκύλα η μάνα της πήγε στη Σαλονίκη
κι απ’ τα καπνά που δούλευε το ‘ριξε στο γαμήσι
πήγε η θυγατέρα μας να τη φιλοξενήσει
κι ο νταβατζής ο φίλος της ρίχτηκε στο κορίτσι
Πήγα κι εγώ στο σπίτι της στους άγιους αποστόλους
μήπως και μεταμεληθεί να την παρακαλέσω
να ξαναρθεί στο σπίτι μας στην όμορφή μας Ξάνθη
να δει και το εγγονάκι μας του γιου μας του αλανιάρη
Χτυπώ την πόρτα και πετριές ρίχνω στο παραθύρι
και βγαίνει ένα λεβέντης νιος με δίκοπο μαχαίρι
τι ομορφιά ήταν αυτή, τι μυρωμένα χείλη
μάτια γλαρά μες στο χασίς, σαν έρωτες του Απρίλη
τον αγαπάει σαν τρελή και του τα στάζει όλα
κι ενώ με θέλει να ΄ρθει πίσω του τρέχει πάντα
στα κέντρα και στα καμπαρέ στης νύχτας τα μεράκια
που σβήσουν πόνους και χαρές και της ζωής τα δάκρυα
Και οι πολισμάνοι οι άτιμοι κι αυτοί μαζί του είναι
γιατί είμαι ξένος και φτωχός κι αυτός γραικός και αφέντης
γι’ αυτό και τ’ αποφάσισα, πάω στην Σαλονίκη
που ‘ν’ πόλη γκράντε και τρανή κει να χαθούμε όλοι
το φίλο που αντάμωσα στου παζαριού το χάνι
να τον ευρώ να σμίξουμε για κάνα ποτηράκι
να φύγουν πίκρες και καημοί της ζήσης τα φαρμάκια
με το γλυκό του μπουζούκι του σαν παίζει τραγουδάκια
|
||||
3. |
||||
4. |
||||
Όργανο τυφλό
Καμπαρέ με πνίγουν στο Βαρδάρη
Κανόνες και βρισιές στην εμπορίου
Οι φίλοι μου χαθήκαν το Γενάρη
Και ‘γω πουλώ αντίκες στη Μαρτίου
Εργάτες στο λιμάνι ως τις δύο
Χαράματα μαχαίρι λερωμένο
Πάει καιρός που κυνηγάω το λαχείο
Και τόπο συμπαγή να υπομένω
Βράχηκε σκούριασε η ζωή μου
Τρίτο χρόνο στα ζήτω τραγουδώ
Μα η σιωπή ματώνει τη φωνή μου
Μοιάζω λάθος και όργανο τυφλό
Αντίδοτο η νύχτα μ’ έχει πάρει
Να γίνω καταλύτης του χημείου
Οι φίλοι μου χαθήκαν το Γενάρη
Και ‘γω πουλώ αντίκες στη Μαρτίου
Η πόλη μας γεννάει μες το κρύο
Με τ’ όνειρο στα μάτια προδομένο
Πάει καιρός που κυνηγάω το λαχείο
Και τόπο συμπαγή να υπομένω
|
||||
5. |
||||
Βαρδάρι: Ιλίου Πέρσις
Χρόνια στημένος έξω από το Ίλιον,
μαζί με άλλους ομοιοπαθείς, διόλου
απίθανο που άρχισα να νιώθω ετούτο
το άθλιο σινεμά σαν την πρωτεύουσα
της Τροίας, και το επικίνδυνο Βαρδάρι
σαν το στρατόπεδο των Αχαιών. Λουμπίνες
καραδοκούσαν κάθε βράδυ, σαν τους Τρώες,
να καταφθάσουν οι Αχαιοί, οι χακιφόροι,
καραδοκούσα και εγώ, σαν άλλος Έκτωρ,
τον Αχιλλέα να φανεί και να μ’ αδράξει,
σε σκοτεινή γωνιά του κάστρου να με σύρει
κι αντί για έρωτα, ν’ αρχίσει τις κλοτσιές.
Δε φανταζόμουν τι ερήμωση θα ‘ρχόταν
μέσα σε λίγα χρόνια. Κι όμως, σαν την Τροία,
ρήμαξε το Βαρδάρι μας. Τώρα κανένας
δεν δέρνει ούτε σκυλεύει. Φώτα και τουρίστες.
Μόνο τα γκρεμισμένα κάστρα έμειναν,
πάθη μιας άλλης εποχής για να θυμίζουν –
κι εγώ να περιφέρομαι, νυχτόβιος,
με αρχαϊκούς συνειρμούς φυτοζωώντας
|
||||
6. |
Όχι Μαζί - Φώτης Σιώτας
04:24
|
|||
Όχι Μαζί
(Μην Περπατάς Μαζί Μου)
Μην περπατάς, μην περπατάς μαζί μου
να μη σε γράψουνε
με ξέρουνε στην πιάτσα
και θα σε κάψουνε
Περπατά το κατόπι πάνω στα βήματα
εγώ από σένα φως μου δε θέλω χρήματα
εγώ από σένα φως μου δε θέλω χρήματα
Γυρνάω και σε βλέπω
και αναστατώνομαι
αν είσαι όπως δείχνεις
εγώ σκοτώνομαι
Δε θέλω να μας δούνε, μισώ το μάτι τους
εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους
εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους
Περπατά κι ακόλουθα, μάθε το σπίτι μου
να έρχεσαι μονάχος, αποσπερίτη μου
κι όταν χτυπάς την πόρτα μες τα μεσάνυχτα
τα παραθύρια μου όλα θα ‘ναι ορθάνοιχτα
|
||||
7. |
||||
Το πεζοδρόμιο
(Ο βαρδάρης)
Τι γυρεύεις παλικάρι
τέτοια ώρα στον Βαρδάρη.
Εγώ δεν είμαι παλιατζής
καημούς για ν’ αγοράζω.
Βλέπω τους άλλους που πονούν
κι εγώ αναστενάζω.
Είναι κι αυτό προνόμιο
να ζεις στο πεζοδρόμιο
παλικάρι μου.
Όποιον δρόμο και να πάρεις
θα σε πιάνει ο Βαρδάρης.
Πάρε μολύβι και χαρτί
και γράφε αναμνήσεις.
Στο πεζοδρόμιο αυτό
πόσο καιρό θα ζήσεις
|
||||
8. |
||||
Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη
Αφού με έσπειρε μια μοίρα αυτοκρατόρισσα
μήτρα με γέννησε αρχαία Mακεδόνισσα
Μ’ άδεια φαρέτρα πολεμάω τον χειμώνα
από το κάστρο στην καρδιά του Πλαταμώνα
Αφού με φέρνει μονοπάτι φαναριώτικο
Ένα σοκάκι με κρατάει σαλονικιώτικο
Έλα ένα βράδυ την υπόσχεση να πάρεις
πριν να την σβήσει με σφουγγάρι ο Bαρδάρης
Σ’ αναζητώ, σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα
Λείπει το βλέμμα σου απ’ της αυγής τα χρώματα
Σ’ αναζητώ, σ’ αναζητώ με ένα βιολί κι ένα φεγγάρι
Λείπει το όνειρο, εσύ και το δοξάρι
Αφού μεθάω με ένα κρασί αγιονορείτικο
και μ’ ένα ντέρτι σεκλετίζομαι πολίτικο
Βρες το μαχαίρι που στα δύο μάς χωρίζει
κι έλα δω στων στεναγμών το μετερίζι
Αφού στον Όλυμπο οι θεοί τ’ αποφασίσανε
δώσαν στο κρύο τα κλειδιά κι αυτοκτονήσανε
Μόνη ξυπνά, μόνη κοιμάται τώρα η μέρα
με μηχανάκι, με κομπιούτερ και φλογέρα
Σ’ αναζητώ…
|
||||
9. |
||||
Ζαχαροπλαστείο Η Αριστοτέλους
«Θέλετε τυρί ή κρέμα» είπες κι έχασα το φως μου
Ξαφνικά από το νου μου να σε βγάλω δεν μπορώ
Η φωνή σου πανδαισία, η όψη σου μια οπτασία
Το φιλί σου μ´ έναν άλλο ούτε να το φανταστώ
Με τ´αστεία μου γελάς -είμαι και γλυκό αγόρι
Μα εσύ ´σαι Κάρμεν και τσιγγάνα, άπιαστο πουλί
Στην πλατεία Αριστοτέλους στάχτη μού ´ριχνες στα μάτια
Πρωινό από ξενύχτι να τ´αντέξω δεν μπορώ
Μόνος μου και λαβωμένος έγινα χίλια κομμάτια
Μες το ζαχαροπλαστείο μια ματιά σου αναζητώ
Η φωνή σου είναι ζάλη, το κορμί σου παραζάλη
Μες την πίκρα έχω βουλιάξει που σε καρτερώ
Από τη σιωπή στα πάθη δυο βήματα στην άμμο
Πίσω απ´ το λευκό τον πύργο δως μου ένα φιλί γλυκό
Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η παραλία
Μα του δρόμου το φανάρι χαλασμένο και σβηστό
Να σου δώσω μια φορά το φιλί μου Συννεφούλα
Και τριγύρνα κάθε βράδυ μ´όποιον θέλεις τελικά
|
||||
10. |
||||
Φύσηξε ο Βαρδάρης
Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε
Ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα
Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας
Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε
τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα
Στη στάση πέρα δώθε σπινθηρίζουνε
τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα
Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου
σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα
κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο
|
||||
11. |
||||
Θεσσαλονίκη
Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί
Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού
Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό
|
||||
12. |
||||
Θεσσαλονίκη ΙΙ
Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου ‘γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.
Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.
Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.
Το δαχτυλίδι που ‘φερνα μου το ‘κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.
Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.
Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να ‘ρθω απ’ τα πέλαγα με τη φυρονεριά
|
||||
13. |
||||
Στα πόδια της
Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα σπίτια,
πήρε μια γυναίκα, μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της.
Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
– ακούς εκεί διαστροφή
να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια. Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
Θα ρθεί η αναπότρεπτη ώρα
μια νύχτα, που θα νοιώσει με τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθειά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
|
Ομάδα Γειτονιάς του Βαρδάρη Thessaloniki, Greece
Ομάδα με στόχο την ανάδειξη της γειτονιάς του Βαρδάρη, μέσω δράσεων, συνεργασιών και παρεμβάσεων.
Contact Ομάδα Γειτονιάς του Βαρδάρη
Streaming and Download help
If you like Ομάδα Γειτονιάς του Βαρδάρη, you may also like:
Bandcamp Daily your guide to the world of Bandcamp